- παρατεταγμένος
- παρατάσσωplaceperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθά — (AM καθά) επίρρ. (αντί καθ ἅ, σε παλαιότ. συγγραφ. καθάπερ και ιων. τ. κατάπερ) 1. ακριβώς όπως, καθώς, σύμφωνα με («καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος», ΚΔ) 2. ούτως ειπείν, τρόπον τινά («ὁ καθὰ παρατεταγμένος σφυγμός» ο τρόπον τινά παρατεταγμένος, δηλ.… … Dictionary of Greek
εύτακτος — η, ο (ΑΜ εὔτακτος, ον) 1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος 2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικός μσν. αρχ. 1. ο ταιριαστός 2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο 3. πειθαρχικός, τακτικός αρχ. (για στρατό) αυτός… … Dictionary of Greek
παραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι] αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον νεοελλ. 1. αρχιτ. η παραστάδα 2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών… … Dictionary of Greek
παρατεταγμένως — Α 1. όπως σε παράταξη μάχης, με σταθερότητα («παρατεταγμένως ἀμύνεσθαι», Πλάτ.) 2. με συγκρατημένο τρόπο, με αυτοσυγκράτηση, με αυτοκυριαρχία 3. (γεωμ.) σε ευθεία γραμμή, παράλληλα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταγμένος τού… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek